- κονδουραγκίνη
- Ουσία που απομονώνεται από το αναρριχητικό φυτό μαρσδεvία το κονδουράγκοκονολόπους το κονδουράγκο, της οικογένειας των ασκληπιαδιδών (δικοτυλήδονα)· περιέχει υψηλές ποσότητες τανίνης, ένα γλυκοζίδιο και ένα αλκαλοειδές, παρόμοιο στη δράση με τη στρυχνίνη. Από το φυτό αυτό –το οποίο αναπτύσσεται στις Άνδεις της Βενεζουέλας και του Ισημερινού σε υψόμετρο 1.500-1.800 μ.– χρησιμοποιείται αλευροποιημένος ο φλοιός του, ο οποίος έχει αρωματική οσμή, για την παραγωγή της κ. Η κ. είναι πικρή, αλλά έχει τονωτικές και καταπραϋντικές ιδιότητες για τους πόνους του πεπτικού συστήματος· χρησιμοποιείται ειδικότερα για τη θεραπεία των διαφόρων γαστρικών παθήσεων, ακόμα και του τύπου των καρκινωμάτων. Στην Ελλάδα φύεται η μαρσδενία η ορθοφυής, δηλητηριώδες φυτό και θανατηφόρο για όσα ζώα το χρησιμοποιήσουν ως τροφή, εξαιτίας της κ. που περιέχει· γι’ αυτό και η κοινή ονομασία του φυτού είναι ψόφοςψοφιάς.
Dictionary of Greek. 2013.